- φιλαράκος
- ο1. υποκορ. του φίλος.2. (ειρωνικά), πονηρός, κατεργάρης, μπερμπάντης: Σ' έπιασα, φιλαράκο, στα πράσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φιλαράκος — ο, Ν 1. υποκορ. τ. τού φίλος 2. ειρων. πονηρός, κατεργάρης («σ έπιασα φιλαράκο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + υποκορ. κατάλ. αράκος (πρβλ. ψευτ αράκος)] … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Μοπασάν, Γκι ντε- — (Guy de Maupassant, Μιρομεσνίλ, Κάτω Σηκουάνας 1850 – Παρίσι 1893). Γάλλος συγγραφέας. Μεγάλωσε στην ύπαιθρο της Νορμανδίας και άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνία κάτω από την καθοδήγηση του Φλομπέρ. Από το 1871 εργάστηκε σε δημόσιες υπηρεσίες … Dictionary of Greek
Μωπασάν, Γκυ ντε- — Γάλλος συγγραφέας. Βλ. λ. Μοπασάν, Γκι ντε . Γκυ ντε Μοπασσάν. Λιθογραφία του Γκρω Σαλά για μια έκδοση του μυθιστορήματος Ο «Φιλαράκος» (Biblioth?que de l’Arsenal, Παρίσι) … Dictionary of Greek
Νόβακ, Κιμ — (Kim Novak, Σικάγο 1933 –). Αμερικανίδα ηθοποιός. Από τις ξανθές που χαρακτήρισαν το Χόλιγουντ σε ολόκληρη την δεκαετία του 1950, τελείωσε το κολλέγιο στο Λος Αντζελες και σχεδόν αμέσως μπήκε στις ταινίες. Τα ειδύλλιά της εντός και εκτός οθόνης… … Dictionary of Greek